- μπουνταλάς
- ο , μπουνταλού η простофиля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουνταλάς — ο θηλ. ού (λ. τουρκ.), ο κουτός, ο αφελής: Πάλι έχασε το δρόμο ο μπουνταλάς! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουνταλάς — ο, θηλ. μπουνταλού 1. ανόητος, κουτός 2. χοντρός 3. αδέξιος 4. νωθρός, οκνηρός 5. αγαθούλης, αφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. budala] … Dictionary of Greek
κρεμανταλάς — ο άνθρωπος ψηλός και άχαρος, συνήθως περιορισμένης αντίληψης. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < *κρεμανταρ άς, με ανομοίωση τού ρ σε λ , με πιθ. επίδραση τού μπουνταλάς] … Dictionary of Greek
μπουνταλοσύνη — η [μπουνταλάς] νωθρότητα ή αδεξιότητα … Dictionary of Greek
σασκίνης — ο, Ν 1. ανόητος, χαζός, μπουνταλάς 2. (σχετικά με εργασία) ανίκανος, αδέξιος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şaşkin] … Dictionary of Greek
budala — BUDALÁ s.m. sg. (Turcism înv.) Om prost, nătărău. – Din tc. budala. Trimis de valeriu, 21.03.2003. Sursa: DEX 98 BUDALÁ adj., s. v. bleg, nătăfleţ, nătărău, nătâng, neghiob, nerod, netot, prost, prostănac, stupid, tont, tontălău. Trimis de… … Dicționar Român